παγετώδης

παγετώδης
παγετώδης
frosty
masc/fem acc pl (attic epic doric)
παγετώδης
frosty
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
παγετώδης
frosty
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παγετώδης — ώδες (Α παγετώδης, ῶδες) [παγετός] 1. ο ψυχρός σαν πάγος, παγερός 2. αυτός που έχει ή προκαλεί χαμηλή θερμοκρασία νεοελλ. φρ. α) «παγετώδης κατάσταση» ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ψύξη τών άκρων και από αίσθημα έντονου ψύχους …   Dictionary of Greek

  • παγετώδης φάση — Γενικό φαινόμενο που σε παλαιότερες γεωλογικές περιόδους ευνόησε την εξάπλωση των παγετώνων σε απέραντες εκτάσεις της επιφάνειας της Γης. Το φαινόμενο αυτό, που προκάλεσε την ευρεία διάδοση των παγωμένων μαζών, όχι μόνο στα ορεινά ανάγλυφα αλλά… …   Dictionary of Greek

  • παγετώδη — παγετώδης frosty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παγετώδης frosty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παγετώδης frosty masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγετῶδες — παγετώδης frosty masc/fem voc sg παγετώδης frosty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγετώδεα — παγετώδης frosty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παγετώδης frosty masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγετώδους — παγετώδης frosty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • αχνώδης — ῶδες, ΝΑ [πάχνη] γεμάτος από πάχνη αρχ. μτφ. ψυχρός, παγετώδης …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλινος — η, ο (AM κρυστάλλινος, ίνη, ον) αυτός που αποτελείται ή είναι φτιαγμένος από κρύσταλλο (α. «κρυστάλλινο ποτήρι» β. «κύλικα κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κρυστάλλινος φακός» κρυσταλλοειδής φακός νεοελλ. μσν. 1. αυτός που μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

  • κρυώδης — ες (Α κρυώδης) κρύος, ψυχρός, παγερός, παγετώδης αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικώδης, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (II) + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”